χονδροποιητικῇ

χονδροποιητικῇ
χονδροποιητικός
of making cartilage
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χονδροποιητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την ικανότητα να παράγει χόνδρο («δυνάμει ὀστοποιητικῇ τε καὶ νευροποιητικῇ καὶ χονδροποιητικῇ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + ποιητικός, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *χονδροποιῶ (πρβλ. ὀστο ποιητικός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”